ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
Τέιλορ, Τζέφρι Ίγκραμ — (Taylor, 1886 – 1975). Άγγλος επιστήμονας στον τομέα της μηχανικής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Πήρε μέρος σε επιστημονική αποστολή στην Αρκτική το 1913. Από το 1923 έως το 1951 διηύθυνε τις επιστημονικές εργασίες στη Βασιλική… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek
κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο … Dictionary of Greek
Παβλόφ, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ριαζάν 1849 – Μόσχα 1936). Ρώσος φυσιολόγος. Ήταν γιος παπά και σπούδασε στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του. Επηρεάστηκε από τον επαναστατικό φιλελευθερισμό των Ρώσων διανοουμένων της εποχής του κατά της παραδοσιακής παιδείας και απέκτησε… … Dictionary of Greek
εκλάμψεις — (Αστρον.). Χαρακτηριστικό φαινόμενο, αποτέλεσμα της δραστηριότητας της ηλιακής χρωμόσφαιρας. Οι ε. ή χρωμοσφαιρικές εκρήξεις είναι φωτεινά συγκροτήματα που εμφανίζονται ξαφνικά, αλλά παροδικά, στον ηλιακό δίσκο, στο κεντρικό μέρος ομάδας κηλίδων… … Dictionary of Greek
υπερεγώ — Έννοια της φροϋδικής ψυχαναλυτικής θεωρίας που καθορίζει ότι η συμπεριφορά της ψυχής ρυθμίζεται από την υφή της σκέψης. Σύμφωνα με τη θεωρία του Φρόυντ, το υ. είναι το ιδεώδες του εγώ, είναι η τρίτη σημαντική διάρθρωση της σκέψης. Οι άλλες δυο… … Dictionary of Greek